Quantcast
Channel: Αναστάσιος
Viewing all articles
Browse latest Browse all 44772

ΠΗ­ΓΗ ΕΥ­ΛΟ­ΓΙΑΣ - Εύα

$
0
0

ΠΗ­ΓΗ ΕΥ­ΛΟ­ΓΙΑΣ

Πέ­μπτη 2 Ιου­λί­ου 1964,
ε­φη­με­ρί­δα «Πε­λο­πόν­νη­σος».
 Tην επομένη ημέρα της κηδείας
του αοιδίμου Γέροντος,
π.Γερβασίου Παρασκευοπούλου

Μια γλυ­κιά α­κτι­νο­βο­λί­α ζω­ής έ­σβη­σε. Μια καρ­διά πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη α­πό α­γά­πη, ως τον τε­λευ­ταί­ο της παλ­μό, έ­φτα­σε στο τέρ­μα της. Ο π. Γερ­βά­σιος ή­ταν το ω­ραί­ο δέν­δρο, που ε­σκί­α­σε τον πό­νο και τη δυ­στυ­χί­α. Τα πά­ντα γι΄ αυ­τόν ή­ταν ο πλη­σί­ον και μέ­σα σ΄ αυ­τό τον α­γώ­να έ­τα­ξε τη ζω­ή του. Ή­ταν η στα­γό­να του φω­τός, που έ­πε­φτε στα ε­ρέ­βη και ά­πλω­νε και πλά­ται­νε κι΄ έ­πι­νε το σκο­τά­δι των ψυχών. Ή­ταν έ­να κο­χύ­λι, που μέ­σα του μού­γκρι­ζε ο ω­κε­α­νός της πί­στε­ως. Ή­ταν το θαύ­μα μιας ζω­ής που την εί­χε αγ­γί­ξει η θεί­α χά­ρις. Γι΄ αυ­τό η­χού­σε στις καρδιές των αν­θρώ­πων, σαν πα­ρη­γο­ρή­τρα κα­μπά­να.

Μα ο ή­χος αυ­τός δεν θα πά­ψη να χτυ­πά­ει και πο­τέ δεν θα κοι­μη­θεί το μά­τι του πνεύ­μα­τός του. Θα κυ­λά­νε οι βρύ­σες α­πό τα κη­ρύγ­μα­τά του, σαν μυ­στη­ρια­κή εκπαί­δευ­ση και σαν α­πο­στο­λι­κή η ε­πο­χή του δεν θα ξε­χα­στεί. Μπο­ρεί η πρό­σκαιρη ζω­ή του νά­σβη­σε, αλ­λά πρό­φτα­σε  να α­νά­ψει έ­να πλή­θος άλ­λες ζω­ές. Πά­λαι­ψε σαν τον Ια­κώβ και σκέ­πα­σε το ο­δυ­νη­ρό πρό­σω­πο της ζω­ής με την αιώ­νια πα­ρηγο­ριά του Χρι­στού. Α­νά­με­σα στο κύ­ρος της Εκ­κλη­σί­ας και στα δι­καιώ­μα­τα της συ­νεί­δη­σης έ­βα­λε την ι­σχυ­ρή προ­σπά­θεια της χρι­στια­νι­κής σκέ­ψης. Η ιε­ρή αγω­νί­α του ή­ταν να πλά­θει ψυ­χές και γεν­ναιό­φρο­να οι­κο­δό­μη­σε έ­να κό­σμο α­γνό και α­δερ­φω­μέ­νο. Μέ­σα α­πό τρα­χιά μο­νο­πά­τια, με καρ­τε­ρι­κό­τη­τα ο­δή­γη­σε τη μι­κρή λε­γε­ώ­να του, γνω­ρί­ζο­ντάς της ό­τι τί­πο­τα δεν μπο­ρεί κα­νείς να οι­κο­δομή­σει χω­ρίς να το θε­με­λιώ­σει με το αί­μα και το δά­κρυ. Κι΄ έ­δω­σε σε έ­ναν κουρα­σμέ­νο κό­σμο μια έν­νοια, έ­να σκο­πό κι΄ έ­να ι­δα­νι­κό. Ο πα­τήρ Γερ­βά­σιος α­γωνί­στη­κε χω­ρίς αυ­τα­πά­τες και χω­ρίς α­πο­θάρ­ρυν­ση. Και ή­ταν σι­δε­ρέ­νια η ρα­χοκο­κα­λιά του, που στή­ρι­ξε τό­ση πί­στη. Πολ­λές φο­ρές ήρ­θε σε α­ντί­φα­ση α­νά­μεσα στο δε­σπο­τι­κό πνεύ­μα της κοι­νω­νί­ας και στο μα­γι­κό σύν­θη­μα, που είχε προτά­ξει υ­πέρ του ορ­θού λό­γου. Στο χάλ­κι­νο κύ­κλο του, τρα­βού­σε ρέ­ο­ντας α­διάκο­πα και δε στά­θη­κε που­θε­νά! Μό­νο ζω­γρά­φι­ζε με τα υ­πε­ρού­σια λό­για του, το αιώ­νιο πέ­ρα­σμα και κα­τα­σκεύ­α­ζε στις σκέ­ψεις των αν­θρώ­πων την ι­δέ­α του Θε­ού.
Κα­τόρ­θω­σε να φέ­ρει τη ζω­ντα­νή πί­στη και να α­ντη­χή­σει πά­νω σ΄ αυ­τή η συ­ναυλί­α των ψυ­χών. Έ­κα­με έ­να σιω­πη­λό στρα­τό α­πό ά­ντρες και γυ­ναί­κες, που εί­χαν κα­λή θέ­λη­ση, τα­πει­νές καρ­διές και καί­γο­νταν α­πό μυ­στι­κή α­φο­σί­ω­ση. Και ο ένας κο­ντά στον άλ­λο, πρό­σε­χαν την κα­λή γη, που τους πα­ρέ­δω­σε ο ποι­με­νάρ­χης. Τη σκά­λι­ζαν, την έ­σπερ­ναν και προ­σπα­θού­σαν  να την κά­νουν γό­νι­μη. Στη θρήσκα, λοι­πόν με­ρί­δα του τό­που, το πνεύ­μα του π. Γερ­βα­σί­ου θα μεί­νει ζω­ντα­νό. Στη μά­χη που έ­δω­σε, ε­ξό­δε­ψε ό­λη τη δύ­να­μη της ψυ­χής του. Γι΄ αυ­τό οι ελ­πί­δες του ή­ταν με­γά­λες, η φλό­γα της θυ­σί­ας του α­γνή και το πνεύ­μα του καρ­τε­ρι­κό. Ή­ταν ο ιε­ρω­μέ­νος, που εί­χε κυ­ριευ­θεί α­πό την α­γά­πη και εί­χε για τον άν­θρωπο την μυ­στι­κό­πα­θη τρυ­φε­ρό­τη­τα του Α­γί­ου Βι­κε­ντί­ου.
Έ­σκα­ψε υ­πο­μο­νε­τι­κά και σε βά­θος αρ­κε­τό, για να α­φή­σει να τρέ­ξει το αυ­λά­κι μιας ερ­γα­σί­ας. Κά­τω α­πό τις α­πλω­μέ­νες φτε­ρού­γες του μά­ζε­ψε τους α­πο­θαρ­ρημέ­νους και γι­νό­τα­νε μα­ζί τους μια καρ­διά. Έ­τσι ύ­μνη­σε τη ζω­ή του ο πα­τήρ Γερβά­σιος και υ­πήρ­ξε το ω­σαν­νά για το ορ­φα­νό, τον άρ­ρω­στο, για τον α­πελ­πι­σμένο και τον α­πό­κλη­ρο. Στον πό­νο και στη δυ­στυ­χί­α ε­στή­ρι­ξε το βω­μό του. Και έγι­νε πη­γή με­γά­λης ευ­λο­γί­ας ο ιε­ρός θά­να­τός του!


                                                                            ΕΥΑ 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 44772

Trending Articles