Επίλογος
Το ‘ξερες, φίλε, πως θα φύγει,
πως λίγο φως απόμενε ακόμα.
Κορμί φθαρμένο στου πόνου το κρεβάτι,
λιωμένο κερί μπροστά στο εικονοστάσι
και το σκοτάδι, φαίνεται ν’ εξουσιάζει.
Κι εσύ, που τόσο πίστεψες στο φως,
βλέπεις το φως τώρα να σβήνει.
Θυμώνεις κι οδύρεσαι.
Είναι αμαρτία ο θυμός; αναρωτιέσαι,
μα πάλι ηρεμείς και πάλι μαλακώνεις.
Θε μου, Εσύ, σα χάδι πατρικό σε παιδικό κεφάλι,
σαν ήλιος λαμπερός μετά την καταιγίδα,
το νου τον σκοτισμένο φώτισέ τον,
κι οδήγησέ τον σε μιαν άλλη λογική,
σ’ αυτή, που «μωρία» ο κόσμος λέει.
Στάχυς