Quantcast
Channel: Αναστάσιος
Viewing all articles
Browse latest Browse all 44821

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ - π. Δημήτριος Μπόκος

$
0
0

ΤΟ   ΕΠΟΣ   ΤΩΝ   ΑΝΘΡΩΠΩΝ
π. Δημητίου Μπόκου

«… σὺ τεθεὶς ἐν τάφῳ, Κραταιέ, τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας
καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ…»
(Κανὼν Μεγ. Σαββάτου)

Ἄ­νοι­ξε μὲ κό­πο τὰ μά­τια του, μὰ δὲν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε, κα­θὼς πυ­κνὸ σκο­τά­δι τύ­λι­γε τὰ πάν­τα γύ­ρω του. Ποῦ βρι­σκό­ταν; Πό­ση ὥ­ρα κοι­τό­ταν ἀ­ναί­σθη­τος; Προ­σπά­θη­σε νὰ κι­νη­θεῖ, μὰ τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια του ἦ­ταν δε­μέ­να. Ἕ­νας δυ­να­τὸς πο­νο­κέ­φα­λος τρυ­ποῦ­σε τὸ μυα­λό του. Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο πράγ­μα ποὺ θυ­μό­ταν ἦ­ταν, ὅ­τι μὲ τὸ στρά­τευ­μά του μα­χό­ταν ἀ­πε­γνω­σμέ­να, πα­γι­δευ­μέ­νος ἀ­π’ τὶς δυ­νά­μεις τοῦ σκο­τει­νοῦ ἄρ­χον­τα. Στὴ δει­νὴ πα­ρα­ζά­λη τῆς μά­χης δὲν ἄρ­γη­σε νὰ χά­σει τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ νὰ πέ­σει αἱ­μό­φυρ­τος κά­τω ἀ­π’ τὰ συντρι­πτι­κὰ χτυ­πή­μα­τα τοῦ ἐ­χθροῦ.
Ἀλ­λὰ πῶς ἔ­φτα­σαν ὣς ἐ­κεῖ;

Πη­γαῖ­ναν κα­λὰ μέ­χρι τό­τε. Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας τῶν Ἀ­θα­νά­των τοὺς εἶ­χε τι­μή­σει ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­σφέ­ρον­τάς τους τὴν ἀ­νε­κτί­μη­τη συμ­μα­χί­α του. Τοὺς πα­ρα­χώ­ρη­σε τὴ γῆ τους μὲ ὅ­λες τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιὰ ἄ­νε­τη δι­α­βί­ω­ση. Καὶ τοὺς ἔ­βα­λε τὸν ἐ­πί­ζη­λο στό­χο: Νὰ γί­νουν καὶ αὐ­τοὶ Ἀ­θά­να­τοι. Νὰ φτά­σουν στὸ δι­κό του βα­σί­λει­ο. Νὰ ἐν­τα­χθοῦν στὶς ἔν­δο­ξες στρα­τι­ὲς τῶν ἀ­ητ­τή­των του δυ­νά­με­ων. Ἀλ­λὰ μὲ τὴν ἀ­ξί­α τους. Ἀ­φοῦ πρῶ­τα νι­κή­σουν τὸν ἄρ­χον­τα τῶν σκο­τει­νῶν δυ­νά­με­ων.
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­δε σ’ αὐ­τὸ τὴν πιὸ δυ­να­τὴ πρό­κλη­ση καὶ δέ­χτη­κε. Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας τοὺς ἐ­ξή­γη­σε, πὼς ὁ σκο­τει­νὸς ἄρ­χον­τας δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου εὔ­κο­λος ἀν­τί­πα­λος. Κά­πο­τε ἦ­ταν δι­κός του ἀρ­χι­στρά­τη­γος. Ἀ­πο­σκίρ­τη­σε ὅ­μως παίρ­νον­τας μὲ τὸ μέ­ρος του μιὰ με­γά­λη στρα­τιὰ τῶν Ἀ­θα­νά­των. Θέ­λη­σε νὰ ἁρ­πά­ξει τὴν ἐ­ξου­σί­α. Μὰ οἱ ὑ­πό­λοι­πες ἐν­νέ­α στρα­τι­ές, πι­στὲς στὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα, ἔ­πνι­ξαν γρή­γο­ρα τὴν ἀν­ταρ­σί­α. Οἱ ἐ­πα­να­στά­τες δι­ώ­χθη­καν ἀ­π’ τὸ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των στὴ σκο­τει­νὴ ὑ­πο­χθό­νια γῆ. Ἔ­γι­ναν καὶ οἱ ἴ­διοι σκο­τει­νοί, ὑ­πο­χθό­νιοι. Ἔ­τα­ξαν σκο­πό τους στὸ ἑ­ξῆς νὰ πο­λε­μοῦν χω­ρὶς ἔ­λε­ος ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νὰ πά­ρει τὴν κε­νή τους θέ­ση στὸ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των.
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νώ­τε­ρος ἆ­θλος γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀ­π’ τὸ νὰ κα­τα­κτή­σουν τὴ θέ­ση τῆς δέ­κα­της στρα­τιᾶς τῶν Ἀ­θα­νά­των. Θὰ ἦ­ταν ἡ ὑ­πέρ­τα­τη τι­μὴ γι’ αὐ­τούς. Τὸ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των βρι­σκό­ταν πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν τό­πο τῶν ἀν­θρώ­πων. Μὰ ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας ὑ­πο­σχέ­θη­κε ἀ­μέ­ρι­στη συμ­μα­χί­α καὶ προ­στα­σί­α στὸν ἀ­γώ­να τους. Ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς μα­θαί­νει τὴν τέ­χνη τοῦ πο­λέ­μου κα­τὰ τοῦ ἐ­χθροῦ. Πῶς νὰ ξε­φεύ­γουν ἀ­πὸ τὶς πα­γί­δες του. Νὰ ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νουν τὰ τε­χνά­σμα­τά του. Κα­τέ­στρω­σε τὸ σχέ­διο δρά­σης. Τοὺς ἔ­δει­ξε τὸν δρό­μο, μα­κρι­νὸ καὶ  δύ­σκο­λο, γιὰ τὸ βα­σί­λει­ό του. Τοὺς ἐ­ξή­γη­σε πὼς ἦ­ταν ἡ μό­νη σί­γου­ρη δι­α­δρο­μή. Κι ἂν ἔ­με­ναν στὰ συμ­φω­νη­μέ­να με­τα­ξύ τους, θὰ ἦ­ταν ἀ­πό­λυ­τα ἀ­σφα­λεῖς.
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων ἔ­νοι­ω­σε πὼς μπο­ροῦ­σε νὰ ἐμ­πι­στευ­θεῖ τὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα. Δέ­χτη­κε τὴ συμ­φω­νί­α. Καὶ ἡ στρα­τιά του, δρών­τας στὸ πλευ­ρὸ τῶν ἀ­ητ­τή­των δυ­νά­με­ων τοῦ Πρίγ­κι­πα, προ­χω­ροῦ­σε κα­λά. Μὰ εἶ­χαν μπρο­στά τους πο­λύ δρό­μο ἀ­κό­μα.
Καὶ τό­τε ἀ­πρό­σμε­να, μιὰ μέ­ρα ποὺ ἐ­πι­θε­ω­ροῦ­σε τὸ στρά­τευ­μά του, ἕ­νας μυ­στη­ρι­ώ­δης ξέ­νος μὲ ἀρ­χον­τι­κὸ πα­ρά­στη­μα καὶ ἀ­κρι­βὴ στο­λὴ ξε­φύ­τρω­σε δί­πλα του. Ποι­ὸς ἦ­ταν; Πῶς γλί­στρη­σε ἀ­νά­με­σά τους χω­ρὶς κα­νέ­νας νὰ τὸν πά­ρει εἴ­δη­ση; Ὁ ἀρ­χη­γὸς τὸν κοί­τα­ζε ἔκ­πλη­κτος. Ἐ­κεῖ­νος χα­μο­γέ­λα­σε καὶ χαι­ρε­τών­τας τον εὐ­γε­νι­κὰ εἶ­πε:
-  Νὰ σὲ βο­η­θή­σω ἔρ­χο­μαι, ἄρ­χον­τα τῶν ἀν­θρώ­πων! Βλέ­πω τὸν ἄ­νι­σο ἀ­γώ­να σου μὲ τὶς δυ­νά­μεις τῶν ὑ­πο­χθο­νί­ων καὶ θέ­λω νὰ σοῦ προ­σφέ­ρω μιὰ σί­γου­ρη καὶ προ­παν­τὸς γρή­γο­ρη νί­κη.
-  Ποι­ὸς εἶ­σαι; Καὶ για­τί νὰ μᾶς βο­η­θή­σεις ἐ­σύ; Ἔ­χου­με βο­η­θό μας  τὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα.
Ὁ ξέ­νος κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι του.
-  Δὲ νο­μί­ζω πὼς θέ­λει ἀ­κρι­βῶς νὰ σᾶς βο­η­θή­σει ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας. Μᾶλ­λον νὰ σᾶς ἀ­πο­τρέ­ψει προ­σπα­θεῖ ἀ­πὸ τὸν στό­χο σας. Ἀλ­λι­ῶς, για­τί νὰ σᾶς στεί­λει ἀ­πὸ τὴν πιὸ δύ­σκο­λη, τὴν ἀ­κα­τόρ­θω­τη θά ’­λε­γα, δι­α­δρο­μή; Ποι­ὸς σᾶς ἐγ­γυᾶ­ται ὅ­τι θὰ φτά­σε­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στὴ χώ­ρα τῶν Ἀ­θα­νά­των; Ἐ­γὼ τὸν σί­γου­ρο ἀ­φα­νι­σμό σας βλέ­πω μό­νο.
-  Μὰ ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας ἦ­ταν σα­φής. Αὐ­τὸς ὁ δρό­μος μό­νο ὁ­δη­γεῖ στὸν στό­χο μας. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τὸν ἀ­σφα­λὴς δι­α­δρο­μή.
-  Τό­τε…, για­τί σᾶς ἔ­κρυ­ψε αὐ­τό; εἶ­πε μὲ αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ χα­μό­γε­λο ὁ ξέ­νος καὶ ση­κώ­νον­τας ἀρ­γὰ σὰν βεν­τά­λια τὸ χέ­ρι του ἔ­δει­ξε στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα.
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων ἔ­στρε­ψε τὸ βλέμ­μα του πρὸς τὰ ’κεῖ. Τί ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­πε;
Σὰν μιὰ τε­ρά­στια ὀ­θό­νη φω­τει­νὴ φαι­νό­ταν νὰ κρέ­με­ται στὴ γῆ ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα, στὴ μα­κρι­νὴ γραμ­μὴ ποὺ ἔ­σμι­γε ὁ οὐ­ρα­νὸς μὲ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα. Μιὰ μα­γι­κὴ εἰ­κό­να λαμ­πύ­ρι­ζε ἀ­χνὰ σὰν σὲ ἀ­τλά­ζι, ἕνα πα­ρα­μυ­θέ­νιο βασίλειο μὲ κάλ­λος ἀ­σύλ­λη­πτο, ποὺ ξε­περ­νοῦ­σε κά­θε φαν­τα­σί­α. Ὁ ἀρ­χη­γὸς κοί­τα­ζε μα­γε­μέ­νος, ἀ­δύ­να­μος ν’ ἀ­πο­τρα­βή­ξει τὰ μά­τια του ἀ­π’ τὴν εἰ­κό­να. Τὸ ὄ­νει­ρό τους, ἡ πόλη τῶν Ἀθανάτων, ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Ἕνα ὅραμα μα­γευ­τι­κό, πο­λὺ πιὸ πά­νω ἀ­πὸ κά­θε ὀ­μορ­φιὰ ποὺ γνώ­ρι­ζε. Καὶ τό­σο κον­τι­νό!
Ὅ­μως για­τί ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας δὲν τοὺς φα­νέ­ρω­σε τὸν δρό­μο αὐ­τό; Για­τί τοὺς ἔ­στει­λε ἀ­πὸ μιὰ τό­σο μα­κρι­νή, ἐ­πι­κίν­δυ­νη, χω­ρὶς τέ­λος δι­α­δρο­μή;
-  Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας μᾶς εἶ­πε, πὼς κά­θε ἄλ­λος δρό­μος εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νος! ψέλ­λι­σε ἀ­δύ­να­μα, χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ πά­ρει τὸ βλέμ­μα του ἀ­π’ τὸ μα­γευ­τι­κὸ θέ­α­μα.
-  Ὄ­χι! Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας δὲν θέ­λει νὰ γί­νε­τε πο­τὲ Ἀ­θά­να­τοι! ἀ­πάν­τη­σε μὲ σφυ­ρι­χτὴ σὰν ἑρ­πε­τοῦ φω­νὴ ὁ ξέ­νος. Σᾶς στέλ­νει σ’ ἕ­να δρό­μο ποὺ δὲν ξέ­ρεις τὸ τέ­λος του καὶ δὲν εἶ­σαι κα­θό­λου σί­γου­ρος ποῦ θὰ σᾶς βγά­λει. Ἐ­νῶ ἀ­πὸ ’­δῶ; Τὸ βλέ­πεις καὶ μό­νος σου πό­σο εὔ­κο­λο εἶ­ναι!
Κά­τι ρά­γι­σε στὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Μή­πως ὁ ξέ­νος εἶ­χε δί­κιο τε­λι­κά; Πά­λευ­ε ἀ­νά­με­σα στὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη του πρὸς τὸν Πρίγ­κι­πα καὶ στὴν ὀπτικὴ μα­γεί­α ποὺ τὸν αἰχ­μα­λώ­τι­ζε τώρα. Ὁ ξέ­νος τὸν ἄ­φη­σε λι­γά­κι νὰ δο­κι­μα­σθεῖ καὶ κα­τό­πιν ἔ­ρι­ξε  τὴ χα­ρι­στι­κὴ βο­λή.
-  Εἶ­ναι ἡ εὐ­και­ρί­α σου! Μὴν τὴ χά­σεις μὲ τί­πο­τε! Ἅρ­πα­ξέ την! Θὰ κα­τα­ρι­έ­σαι αἰ­ώ­νια τὸν ἑ­αυ­τό σου, ἂν δὲν τὸ κά­νεις! Εἶ­σαι τό­σο κον­τὰ στὸ ὄ­νει­ρό σου! Κρα­τᾶς στὰ χέ­ρια σου τὴν τύ­χη σου! Πά­ρε κι ἐ­σὺ πρω­το­βου­λί­α μιὰ φο­ρά! Δρά­σε αὐ­τό­νο­μα! Δο­κί­μα­σε τώ­ρα! Τί ἔ­χεις νὰ χά­σεις;
Αὐ­τὸ ἦ­ταν! Τὸ δέ­λε­αρ ἦ­ταν πα­νί­σχυ­ρο! Ὁ ἀρ­χη­γὸς ὑ­πο­χώ­ρη­σε. Ναί! Θὰ δο­κί­μα­ζε τὸν δρό­μο αὐ­τὸν ποὺ ἔ­μοια­ζε σύν­το­μος, σί­γου­ρος καὶ εὔ­κο­λος.
Σή­μα­νε τὸ πο­λε­μι­κὸ σάλ­πι­σμα καὶ ἡ στρα­τιά του ἄλ­λα­ξε ἀ­μέ­σως πο­ρεί­α. Κα­τη­φό­ρι­σαν γρή­γο­ρα πρὸς τὴν κοι­λά­δα. Ἁπλωνόταν μπροστά τους στε­νή, μα­κριὰ καὶ σκε­πα­σμέ­νη μὲ πυ­κνὰ πα­νύ­ψη­λα δέν­τρα, ἀλλὰ στὸ μα­κρι­νό της βά­θος, ἐκεῖ ποὺ οἱ λόφοι ἔπαιρναν νὰ ὑψώνονται ξανά, ἔλαμπε ἡ μα­γι­κὴ εἰ­κό­να τῆς χώ­ρας τῶν Ἀ­θα­νά­των. Φαι­νό­ταν εὔ­κο­λη ὑ­πό­θε­ση.
Μὰ ὅ­ταν χώ­θη­καν στὸ σκι­ε­ρὸ δά­σος καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου λι­γό­στε­ψε, ἦρ­θε ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­να­τρο­πή. Κρυμ­μέ­νες ἐ­κεῖ κα­λά, ἀ­θέ­α­τες, οἱ σκο­τει­νὲς δυ­νά­μεις κα­ρα­δο­κοῦ­σαν. Μὲ φο­βε­ρὸ ἀ­λα­λαγ­μὸ καὶ ἀ­κα­τά­σχε­τη ὁρ­μὴ ἔ­πε­σαν ξαφ­νι­κὰ πά­νω τους. Αἰφ­νι­δι­α­σμέ­νος ἀ­πό­λυ­τα ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων στρά­φη­κε πρὸς τὸν μυ­στη­ρι­ώ­δη ξέ­νο ποὺ τοὺς ἔ­φε­ρε ὣς ἐ­κεῖ. Μὰ τὸν εἶ­δε μὲ φρί­κη νὰ μεταμορφώνεται. Νὰ παίρνει ἀ­κα­ρια­ῖα τὴ μορφὴ τοῦ σκο­τει­νοῦ ἄρ­χον­τα καὶ μὲ κα­τα­χθό­νια θρι­αμ­βευ­τι­κὴ ἔκ­φρα­ση νὰ ὁρ­μᾶ κα­τα­πά­νω του. Κα­τά­λα­βε πὼς ἔ­πε­σε θύ­μα ὀ­λέ­θριας, φρι­χτῆς πα­ρα­πλά­νη­σης.
Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη στρα­τιὰ ἦ­ταν πα­γι­δευ­μέ­νη. Καμ­μιὰ δί­ο­δος δι­α­φυ­γῆς. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα προ­δι­κα­σμέ­νο. Δὲν εἶ­χαν ἐλ­πί­δα ἀ­πέ­ναν­τι στὴ συν­τρι­πτι­κὴ σκο­τει­νὴ δύ­να­μη. Καὶ πράγματι σὲ ἐ­λά­χι­στο χρό­νο σύρ­θη­καν ὅ­λοι αἱ­μό­φυρ­τοι, νε­κροὶ καὶ αἰχ­μά­λω­τοι, στὸ σκο­τει­νὸ ὑ­πο­χθό­νιο βα­σί­λει­ο, δέ­σμιοι παν­το­τι­νοὶ τοῦ θη­ρι­ώ­δους τυ­ράν­νου.
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων βί­ω­νε τώ­ρα τὴ χει­ρό­τε­ρη τρα­γω­δί­α του. Εἶ­χε προ­δώ­σει τὴν ἐμ­πι­στο­σύ­νη τοῦ Με­γά­λου Πρίγ­κι­πα. Ἀ­θέ­τη­σε τὴ συμ­φω­νί­α τους. Ἔ­δρα­σε μό­νος του, αὐ­τό­νο­μα καὶ νά, τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­λα εἶ­χαν πλέ­ον χα­θεῖ. Ἡ στρα­τιά του, ὁ λα­ός του ὁ­λό­κλη­ρος, βρι­σκό­ταν τώ­ρα «ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκιᾷ θα­νά­του».Χω­ρὶς ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. Τὸ μαῦ­ρο σκο­τά­δι καὶ οἱ φρι­χτὲς μορ­φὲς τῶν ὑ­πο­χθο­νί­ων θὰ ἦ­ταν στὸ ἑ­ξῆς ἡ μό­νι­μη συν­τρο­φιά τους. Μιὰ βα­ρειὰ πέν­θι­μη ἀ­τμό­σφαι­ρα ἔ­πνι­γε τὸ σκο­τει­νὸ βα­σί­λει­ο, ἀλ­λὰ ὁρ­μοῦ­σε ἀ­κά­θε­κτη καὶ στὶς καρ­δι­ές τους. Κό­λα­ση ἀ­λη­θι­νή, ἀ­πα­ρά­κλη­τη! «Θρῆ­νος καὶ κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λὺς»ἦταν τὸ μόνο τραγούδι ποὺ ἀν­τη­χοῦ­σε ὁ­λό­γυ­ρα.
Πό­σος και­ρὸς πέ­ρα­σε ἔ­τσι; Κα­νέ­νας δὲν τὸν με­τροῦ­σε. Μιὰ ἀ­πέ­ραν­τη νύ­χτα βα­σί­λευ­ε μόνο, χω­ρὶς «ἑ­σπέ­ρα καὶ πρω­ί»,χω­ρὶς «ἡ­μέ­ρα μί­α καὶ δευ­τέ­ρα».
Ὥ­σπου… ἕ­νας νέ­ος αἰχ­μά­λω­τος προ­στέ­θη­κε στὶς στρα­τι­ὲς τῶν δε­σμί­ων. Ρί­χτη­κε ἀ­νά­με­σά τους γε­μά­τος πλη­γές. Χω­ρὶς «εἶ­δος καὶ κάλ­λος»ἀ­πὸ τοὺς μώ­λω­πες καὶ τὰ αἵ­μα­τα. Μὲ τὸ κε­φά­λι μα­τω­μέ­νο ἀ­πὸ «ἀ­κάν­θι­νον στέ­φα­νον».Μὲ χέ­ρια καὶ πό­δια τρυ­πη­μέ­να ἀ­πὸ καρ­φιά. Τὴν πλευ­ρὰ λογ­χευ­μέ­νη. Χω­ρὶς πνο­ὴ ζω­ῆς. Τρεῖς μέ­ρες κει­τό­ταν, ἄ­ψυ­χο κορ­μί, στὰ πό­δια τους. Τὸν ἔ­βλε­παν μὲ συμ­πό­νια. Ἀλ­λὰ ποι­ὸς ἦ­ταν;
Τὴν τρί­τη μέ­ρα ξαφ­νι­κὰ ὁ ἄ­γνω­στος νε­κρὸς στά­θη­κε στὰ πό­δια του. Τρό­μος κατέλαβε τοὺς πάντες.
-  Μὴ φο­βά­στε! τοὺς ἐν­θάρ­ρυ­νε ἐ­κεῖ­νος. Ση­κῶ­στε τὰ κε­φά­λια σας! «Ἀ­να­κύ­ψα­τε! Ἐγ­γί­ζει ἡ ἀ­πο­λύ­τρω­σις ὑ­μῶν».
-  Μὰ τί λές; Ποι­ὸς εἶ­σαι; ρώ­τη­σε ὁ ἀρ­χη­γὸς τῶν ἀν­θρώ­πων.
-  Ὁ «αὐ­τε­πάγ­γελ­τος βο­η­θός»σας. Δὲν μὲ γνω­ρί­ζεις;
Ὁ ἀρ­χη­γὸς τὸν κοί­τα­ξε κα­λύ­τε­ρα.
-  Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας! Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν; Ἔ­πε­σες κι ἐ­σὺ στὰ χέ­ρια τοῦ σκο­τει­νοῦ ἄρ­χον­τα; Ἔ­χα­σες τὴν ἀ­νί­κη­τη δύ­να­μή σου; Μὰ τό­τε εἴ­μα­στε ὁ­ρι­στι­κὰ χα­μέ­νοι! Τί ἀ­πέ­γι­ναν οἱ στρα­τι­ὲς τῶν ἀ­ητ­τή­των σου δυ­νά­με­ων;
-  Ἦρ­θα μὲ τὴ θέ­λη­σή μου! Καμ­μιὰ ἐ­ξου­σί­α δὲν ἔ­χει πά­νω μου ὁ ἄρ­χον­τας τοῦ σκό­τους. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­πε­σε στὴν πα­γί­δα μου. Δὲν κατάλαβε ποιὸν θανάτωσε. Ἔ­γι­να ἴ­διος μὲ σᾶς γιὰ νὰ τὸν ξε­γε­λά­σω. Μὰ εἶ­μαι καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὸς ταυ­τό­χρο­να γιὰ νὰ σᾶς σώ­σω. Ἔ­γι­να ἐ­γὼ θνη­τός, γιὰ νὰ γί­νε­τε ἐ­σεῖς Ἀ­θά­να­τοι. Ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα τοῦ λυ­τρω­μοῦ σας.
Μιὰ ἀ­χτί­να ξε­πή­δη­σε μὲ μιᾶς ἀ­π’ τὴ μορ­φὴ τοῦ ἀ­να­στη­μέ­νου Πρίγ­κι­πα. Λόγ­χι­σε βί­αι­α τὸ ζο­φε­ρὸ σκο­τά­δι τῆς ὑ­πο­χθό­νιας φυ­λα­κῆς, πλημ­μύ­ρι­σε τὰ πάν­τα στὸ φῶς. Οἱ πλη­γές του χά­θη­καν αὐ­το­στιγ­μεί. Ἕ­να και­νούρ­γιο σῶ­μα πρό­βα­λε ὁ­λο­ζών­τα­νο. Τὸ ζο­φε­ρὸ βα­σί­λει­ο τραν­τά­χτη­κε συ­θέ­με­λα. Οἱ σκο­τει­νὲς δυ­νά­μεις δι­α­σκορ­πί­στη­καν «ἀ­πὸ προ­σώ­που αὐ­τοῦ»ἀ­νί­σχυ­ρες. Χά­θη­καν σὰν κα­πνὸς ἀ­πὸ μπρο­στά του. Ὅ­πως λει­ώ­νει τὸ κε­ρὶ στὴ φω­τιὰ ἔ­λει­ω­σαν ἀ­πὸ τὸν φό­βο τους. Οἱ σι­δε­ρέ­νι­ες ἁ­λυ­σί­δες ἔ­σπα­σαν ἀ­μέ­σως, σω­ρι­ά­στη­καν στὸ χῶ­μα μὲ πά­τα­γο. Οἱ ἄν­θρω­ποι λυ­τρώ­θη­καν ἀ­π’ τὰ αἰ­ώ­νια δε­σμά. Πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ χα­ρὰ κύ­κλω­σαν τὸν Με­γά­λο Πρίγ­κι­πα, ἔ­πε­σαν ὅ­λοι στὴ γῆ καὶ προ­σκύ­νη­σαν τὸν κραταιὸ καὶ ἀήττητο νικητὴ τοῦ θανάτου.
-  Σή­με­ρα ἔ­σβη­σε τὸ βα­σί­λει­ο τοῦ θα­νά­του καὶ ἀρ­χί­ζει ἡ ζω­ή! εἶ­πε ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Πρίγ­κι­πας. Ἀ­πὸ ’­δῶ καὶ στὸ ἑ­ξῆς ὅ­ποι­ος θέ­λει, μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ παν­το­τι­νά. Ὁ θά­να­τος καὶ τὸ σκο­τά­δι δὲ θά ’­χουν πιὰ ἐ­ξου­σί­α πά­νω του. Καὶ πα­ρα­μέ­νω πι­στὸς στὶς ὑ­πο­σχέ­σεις μου. Σᾶς προ­σκα­λῶ ξα­νὰ στὴ βα­σι­λεί­α μου. Προπορεύομαι ἐγώ, νὰ ἑ­τοι­μά­σω τό­πο καὶ γιὰ σᾶς. Ὅ­σοι λοι­πὸν θέ­λε­τε, μπο­ρεῖ­τε νὰ ἀ­κο­λου­θή­σε­τε. Ὁ δρό­μος εἶ­ναι πλέ­ον ἀ­νοι­χτός!
Σύσ­σω­μη ἡ στρα­τιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν τό­πο τοῦ βα­σα­νι­σμοῦ της καὶ βά­δι­σε τὸν δρό­μο, ὅ­που ἄ­φη­νε τὰ ἴ­χνη του πρῶ­τος ὁ λυ­τρω­τής της. Πο­λέ­μη­σε νι­κη­φό­ρα κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἀ­σφα­λῆ του κα­θο­δή­γη­ση, συν­τρί­βον­τας κα­τὰ κρά­τος κά­θε ὕ­που­λη ἀν­τί­στα­ση τοῦ ὑ­πο­χθό­νιου σα­δι­στῆ. Καὶ τέ­λος ἡ ἔν­δο­ξη πο­ρεί­α της στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὶς πύ­λες τῶν Ἀ­θα­νά­των. Μὲ δά­κρυ­α χα­ρᾶς οἱ γεν­ναῖ­οι πο­λε­μι­στές της ἀν­τί­κρυ­σαν ἐ­πι­τέ­λους τὴν πα­ρα­μυ­θέ­νια πό­λη τῶν ὀ­νεί­ρων τους. Φαι­νό­ταν πι­ό­τε­ρο νὰ κρέ­με­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, πα­ρὰ νὰ ἀ­κουμ­πά­ει στὴ γῆ. Ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ στὸ ἑ­ξῆς θὰ γι­νό­ταν καὶ δι­κή τους πό­λη. Δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε θά­να­τος πιὰ ἐ­κεῖ, οὔ­τε πέν­θος ἢ κλά­μα ἢ πό­νος. Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­χαν πλέ­ον πε­ρά­σει. Ἡ μέ­ρα ἐ­κεί­νη, μέ­ρα με­γά­λης χα­ρᾶς καὶ πα­νή­γυ­ρης, ὀ­νο­μά­στη­κε στὰ Χρο­νι­κὰ τῶν Ἀ­θα­νά­των ὄ­γδο­η μέ­ρα καὶ πέ­ρα­σε στὸ βι­βλί­ο τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.
Οἱ ἐν­νέ­α στρα­τι­ὲς τῶν Ἀ­θα­νά­των λαμ­προ­φο­ρε­μέ­νες πα­ρα­τά­χτη­καν στὶς δώ­δε­κα πύ­λες τῆς πό­λης. Χι­λιά­δες σαλ­πιγ­κτὲς ὕ­ψω­σαν τὶς ἀ­ση­μέ­νι­ες τους σάλ­πιγ­γες. Μυ­ρι­ό­στο­μα ἐν­θου­σι­ώ­δη σαλ­πί­σμα­τα συγ­κλό­νι­σαν ἀ­π’ ἄ­κρη σ’ ἄ­κρη τὸ βα­σί­λει­ο. Οἱ αἰ­θέ­ρες δο­νοῦν­ταν ἀ­πὸ θρι­αμ­βι­κὸ παλ­μὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ οἱ ἐ­πι­κὲς φά­λαγ­γες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης στρα­τιᾶς, μὲ παιά­νες καὶ νι­κη­τή­ρι­ες ἰα­χὲς ποὺ ξεχύνονταν ὣς τὰ με­σού­ρα­να, ὑψώνοντας μὲ στιβαρὰ χέρια τὰ δοξασμένα τους λά­βα­ρα, σὲ πλή­ρη σχη­μα­τι­σμὸ μά­χης, μὲ βαρὺ διασκελισμὸ καὶ μεγαλόπρεπη πο­λε­μι­κὴ πα­ρά­τα­ξη, τρο­παι­ο­φό­ρες καὶ πανένδοξες, εἰ­σέρ­χον­ταν στὸ πε­ρί­λαμ­προ βα­σί­λει­ο τῶν Ἀ­θα­νά­των.
Ὁ Μέ­γας Πρίγ­κι­πας τῶν οὐ­ρα­νῶν στε­φά­νω­σε τὸν ἀρ­χη­γό τους μὲ χρυ­σά­χτι­νο στέμ­μα, ὅ­που ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σαν δώ­δε­κα λί­θοι πο­λύ­τι­μοι. Εἶ­χαν ὅ­λοι ἐ­ρυ­θρὰ τὰ ἱ­μά­τια. Γιὰ νὰ θυ­μοῦν­ται ὅ­τι ἔρ­χον­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ πόνου. Μὰ πά­νω ἀπ’ τὸ κόκ­κι­νο ποὺ τοὺς τύ­λι­γε παλ­λό­ταν μιὰ θά­λασ­σα ἀ­πὸ ἀ­τό­φιο λευ­κό, οἱ μα­κριοί τους μαν­δύ­ες ποὺ ἄ­νοι­γαν σὰν φτε­ροῦ­γες ἀ­ε­τῶν στὸν δρο­σε­ρὸ ἄ­νε­μο.
Δό­θη­κε σ’ ὅ­λους ἡ ἀ­στρα­φτε­ρὴ πα­νο­πλί­α τῶν Ἀ­θα­νά­των. Μ’ αὐ­τὴν θὰ γί­νον­ταν καὶ αὐτοὶ ἀ­κα­τα­μά­χη­τοι. Ἀ­ήτ­τη­τοι, ἀ­σφα­λεῖς καὶ ἄ­τρω­τοι στὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ ἐ­χθροῦ. Μπο­ροῦ­σαν νι­κη­φό­ρα πιὰ νὰ ἀν­τι­πα­λέ­ψουν τὸν κο­σμο­κρά­το­ρα τοῦ σκό­τους, νὰ ἀν­τι­κρού­σουν τὶς με­θο­δεῖ­ες καὶ τὰ τε­χνά­σμα­τά του. Ἁ­λυ­σι­δω­τοὶ θώρακες ἔντυσαν τὰ γενναῖα τους στήθη ἀπὸ ἐ­λα­φρὺ καὶ τόσο λε­πτο­δου­λε­μέ­νο μέ­ταλ­λο, ποὺ ἔ­μοια­ζαν μὲ δι­ά­φα­νο ὕ­φα­σμα. Κι ὅ­μως κα­νέ­να ὅ­πλο τοῦ ἐ­χθροῦ δὲν εἶ­χε τὴν ἰ­σχὺ νὰ τοὺς δι­α­πε­ρά­σει. Ζώ­στη­καν ἀρ­γυ­ρᾶ σπα­θιά, λαμ­πε­ρὰ καὶ ἄ­θραυ­στα, μὲ ζῶ­νες χρυ­σὲς καὶ θῆ­κες ὡ­ρι­ο­πλού­μι­στες. Χρυ­σὲς ἦ­ταν καὶ οἱ πε­ρι­κε­φα­λαῖ­ες μὲ τὰ λευ­κὰ λο­φί­α ποὺ στό­λι­σαν τὰ κε­φά­λια τους.
Θὰ ἦ­ταν στὸ δι­η­νε­κὲςἡ δέ­κα­τη στρα­τιὰ τῶν Ἀ­θα­νά­των!Πέ­τυ­χε τὸν ὑ­πέρ­τα­το ἆ­θλο της!Τέ­λος, μέ­σα σὲ μυ­ριά­δες ἐ­πευ­φη­μί­ες καὶ σαλ­πί­σμα­τα ἡ στρα­τιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων προ­χώ­ρη­σε ἐ­πι­βλη­τι­κή, μὲ ἄ­κρα με­γα­λο­πρέ­πεια καὶ κα­τέ­λα­βε τὴ θέ­ση ποὺ τῆς ἀ­νῆ­κε ἐ­πά­ξια: Τὴ θέ­ση τῶν πα­λι­ῶν ἀ­πο­στα­τῶν.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 44821

Trending Articles